- αζύγωτος
- -η, -οαπλησίαστος, δύστροπος: Αυτός είναι άνθρωπος αζύγωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αζύγωτος — η, ο [ζυγώνω] 1. (για ζώα) αυτός που δεν μπήκε ακόμη κάτω από τον ζυγό 2. (για πράγματα ή τοποθεσίες) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ζυγώσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος 3. (για πρόσωπα) ακοινώνητος, δύστροπος, απρόσιτος 4. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
απλησίαστος, -η — ο αζύγωτος, απρόσιτος: Είναι άνθρωπος δύσκολος, απλησίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απροσέγγιστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει, απλησίαστος, αζύγωτος: Από τότε που πήρε τη θέση αυτή έγινε απροσέγγιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απρόσιτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει, απροσέγγιστος, αζύγωτος: Η πηγή ήταν απρόσιτη, γιατί βρισκόταν μέσα σε πανύψηλους, απόκρημνους βράχους. 2. δυσκολοαπόκτητος, πανάκριβος: Τα φρούτα στις μέρες μας έγιναν απρόσιτα για τον πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)